εμπορευματικός

εμπορευματικός
η , ό товарный;

εμπορευματική οικονομία — товарное хозяйство


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "εμπορευματικός" в других словарях:

  • εμπορευματικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο εμπόρευμα 2. φρ. «εμπορευματική παραγωγή» η παραγωγή προϊόντων που δεν διατίθενται για προσωπική κατανάλωση αλλά για πώληση στην αγορά …   Dictionary of Greek

  • εμπορευματικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στο εμπόρευμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»